μακροπόδαρος, -η, -ο

μακροπόδαρος, -η, -ο
μακροπόδαρος, -η, -ο και μακροπόδης, -α, -ικο αυτός που έχει μακριά πόδια: Ήταν μακροπόδαρος και διέπρεψε ως αθλητής του στίβου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μακροπόδαρος — η, ο αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροπόδης …   Dictionary of Greek

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek

  • ξυλάρας — ο αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροπόδαρος, μακροκάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + μεγεθ. κατάλ. άρας (πρβλ. ποδ άρας)] …   Dictionary of Greek

  • παχύγναθος — (pachibrachis). Αράχνη της οικογένειας των τετραγνωθιδών. Τα διάφορα είδη του γένους είναι όλα μικρόσωμα. Αξιολογότερο είδος είναι ο π. ο μακροπόδαρος, με κυλινδρικό σώμα, πολύ μικρό κεφάλι και διογκωμένη κοιλιά. Το χρώμα του είναι ξανθοκίτρινο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”