- μακροπόδαρος, -η, -ο
- μακροπόδαρος, -η, -ο και μακροπόδης, -α, -ικο αυτός που έχει μακριά πόδια: Ήταν μακροπόδαρος και διέπρεψε ως αθλητής του στίβου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.